- Τυρσηνίς
- -ίδος, ἡ, Αβλ. Τυρρηνίς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τυρσηνίς — Tyrrhenian fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυρσηνίδα — Τυρσηνίς Tyrrhenian fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυρσηνίδας — Τυρσηνίς Tyrrhenian fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυρσηνίδι — Τυρσηνίς Tyrrhenian fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυρσηνίδος — Τυρσηνίς Tyrrhenian fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυρσηνίσιν — Τυρσηνίς Tyrrhenian fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυρρηνίς — και ιων. τ. Τυρσηνίς, ίδος, ἡ, Α βλ. Τυρρηνός … Dictionary of Greek
Τυρρηνός — και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, ή, όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί οι κάτοικοι τής Τυρρηνίας,… … Dictionary of Greek